Κάναμε δυο γενέθλια, μαζεμένα στο γραφείο. Ενα χθες, ένα σήμερα.
Σε μία εταιρεία χιλίων και κάτι ατόμων, είμαστε οι μόνοι δέκα-δώδεκα που κάνουμε ακόμα πάρτυ εκπλήξεις στους άλλους.
Βασικά, τότε που το ξεκινήσαμε, είμασταν περισσότεροι. Οταν κάποιος είχε γενέθλια, την ίδια μέρα, μαζεύαμε λεφτά, αγοράζαμε τούρτα, παίρναμε δώρο, και κατά το απογευματάκι, τσουπ, "να ζήσεις μυστήριε, και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις - φάε μια τούρτα", χαρές, γλέντια, απο όλα που κάνουμε εκεί στο χωριό.
Αμα δε γινόταν και Παρασκευή, έμπαινε και όλως τυχαίως ένα μπουκάλι. Ολως τυχαίως, μπαίνανε και δύο, και τρία που λέει ο λόγος - εμείς να 'μαστε καλά.
Κοινώς, γινόμασταν ελαφρώς, και όλως τυχαίως) λιάρδα.
Δύο καταστάσεις αλλάξανε(;) τις συνιστώσες:
Πρώτον, μετακομίσαμε. Χάσαμε την αυτονομία μας, όλες οι εταιρείες σε ένα κτήριο. Το οποίον σημαίνει ότι κλάνεις εδώ (μετα συγχωρήσεως) και το μυρίζονται τρεις-τέσσερις διευθυντάδες δίπλα.
Και επειδή χαρές και γλέντια δεν πάνε με κουστούμια και γραβάτες, σφιχτήκαμε. Που 'ναι τα γλέντια τα καλά, οι μεγάλες ξεφτίλες, οι χαμένοι έρωτες, οι ανομολόγητες καταστάσεις, και όλα αυτά τα συστατικά που αποτελούν ένα καλό πάρτυ. Πάνε, και μπορεί ο μεγαλέξανδρος να ζει, αλλά τούτα ψοφήσανε.
(Αμ δε.)
Δευτερον, το πήραμε χαμπάρι. Οπερ, έχεις γενέθλια, και την περιμένεις την φάση. Λες όπου να 'ναι σκάει μύτη τούρτα, και προετοιμάζεσαι να κάνεις τον έκπληκτο "Ωπ! παιδιά!" λες και ο διπλανός που λείπει τέσσερις ώρες απο το γραφείο δεν σου έδωσε το hint-άκι να πάρεις
κάτι -βρε αδελφέ- χαμπάρι.
Το δώρο έπαιρνε, γκαραντί.
Οπότε, το ξεφτιλήσαμε. Στην αρχή, το κάναμε την επόμενη μέρα, μετά μέσα στην εβδομάδα. Καταλήξαμε να το κάνουμε το παρτάκι δύο μήνους μετά, και βάλε.
Οσο και να είσαι ρε φίλε προετοιμασμένος, θα περάσει μιά μέρα, μιά βδομάδα, έναν μήνα μετά το ξέχασες. Εκεί που δε το περιμένεις, τσουπ, τούρτα, κεράκι, και αντε γειά μας, να ζήσουμε να σε χαιρόμαστε.
Και επειδή τούτο δω το μπλόγκ είναι -όσο να πεις- τόταλυ αυτοκαταστροφικά ειρωνικό, πάρτε μάτι την δική μου ξεφτίλα σε παρένθεση:
Είναι τα δικά μου γενέθλια. Και ό,τι έχει ξεκινήσει το πρότζεκτ "ασε τον πούστη να περιμένει". Περιμένω μέσα στην ημέρα, τίποτα. Περνάει η μέρα, η επόμενη, κλείνει η εβδομάδα, νάδα.
Ρε συ;
Μπαίνουμε στην καινούργια, στην μέση, η ουρά έμεινε, πάει και εβδομάδα νάμπερ του. Εμενα εντωμεταξύ, με έχουνε ζώσει τα φίδια. Λέω "αχάριστοι, όλο γι αυτούς τρέχω, για τα γενέθλια τους, να πάρω δώρα και τουρτες" - σαν παιδάκι. Κλαίγομαι.
Πιάνω μιά συνάδελφο, την Ελένη - λέω ρε Λενιώ, με ξεχάσατε; Και μου σκάει το παραμύθι: "σου 'ρχονται βλάκα".
Εμ. Βλάκας όντως. Πήρα γαμάτο δώρο, και το φχαριστήθηκα τριδιπλα που με θυμηθήκανε, γιατί είμαι και μοναχοπαίδι, και θέλω προσοχή, αγάπη και προδέρμ.
Και για να κλείσει ωραία η παρένθεση, όταν ήρθε η σειρά της Ελένης, περίμενε κανά δίμηνο και βάλε. Δεν εφταιγα εγώ, άλλοι το κανονίσανε.
Ακου το ζώον παρεξηγήθηκα κιόλας οτι με ξεχάσανε.
Τέλος πάντων, περασμένα και άγραφα.
Το θέμα είναι οτι το μαθημένο το σκυλί, όσο και να το πείσεις να κατουρήσει όξω, μέσα έμαθε (δικό μου αυτο, δημώδες). Που σημαίνει οτι το πάρτυ θα το κάνουμε, τα χρόνια πολλά θα τα πούμε, δε πα νά 'ναι και είκοσι διευθυντάδες δίπλα. Αδιάφοροι. "Να ζήσεις παπάρα και χρόνια πολλά, φάε μια τούρτα, και βγάλε μαλλιά". Ατάραχοι. Και χειροκρότημα, και πάρε το δώρο σου μεσιέ, και πάρε και την κάρτα, και χο-χο-χο
τι ωραία που τα λέει ο μπαγάσας εδω.
Εν ολίγοις, μουρλοκομείο.
Και μου κάνει εντύπωση: Είμαστε καμιά δωδεκαριά και χαλάμε τον κόσμο. Σε έναν όροφο εκατό νοματαίων. Τα άλλα τμήματα, στα δικά τους, δεν ζηλέψανε μιά φορά; Να πούνε ρε παιδιά, να μαζέψουμε - όχι για δώρο, μια τούρτα και ένα κεράκι. Τρία ευρώ ο καθένας. Οι δικοί τους οι απέναντι δεν έχουνε γενέθλια;
Φυτρωμένοι είναι;
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Και τα δύο γενέλια ήταν συναδέλφων: Τα δικά μου αργούν ακόμη - 11 Απριλίου είναι αν νιώθετε την αυθόρμητη ανάγκη να μου κάνετε δωράκι...