Τρίτη, Μαρτίου 29, 2005

Κεφάλαιο δύο: Το Ταξίδι

Το καράβι είναι -φυσικά- γεμάτο. Ο νεαρός με το μπλε κουστούμι που κοιτάει τα εισιτήρια κοιτάει το δικό μου. Ετοιμάζομαι να πάω κατάστρωμα, με τελευταίας στιγμής εισιτήριο, στα εικοσικάτι ευρώ, δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις.

"Απο δω είστε εσείς κύριε", μου λέει και δείχνει τις αεροπορικές.

Αεροπορικές; Εχει γούστο...

Πηγαίνω προς τις αεροπορικές, άλλα δύο μπλε στρουμφάκια οδηγούν τον κόσμο προς τις θέσεις. Γιατί; δεν μπορεί να κάτσει ο κόσμος μόνος του;

Ωπ. βρε λες;

"Συγνώμη, είναι αριθμημένες;"

Φυσικά και είναι αριθμημένες. Ο νεαρός μου δείχνει μπροστά μπροστά στηντηλεόραση, πρωτη σειρά. Η μόνη θέση απο όλες που μπορείς να απλώσεις τα πόδια σου.

Πράγματα στην θέση μου. Ρούχα, και μία τσάντα. Ρωτάω την διπλανή, μία κυρία τύπου πεθερά, μου λέει οτι κάθεται μία δεσποινίς. Αφήνω κάτω τα πράγματά μου, σιγουρεύομαι οτι αυτή είναι η θέση μου, και πηγαίνω να τσιμπήσω κάτι.

Περιμένω πάνω απο μισάωρο στην ουρά, είναι πρωϊ και όλοι θέλουν καφέ. Σας το 'πα; ούτε καφέ δεν πίνω - αλλά ένα σαντουιτσάκι, θα το τρωγα ευχαρίστως.

Χαζεύω τον κόσμο, περιμένοντας να φτάσει η σειρά μου. Δώδεκα άτομα περιμένουν - εγώ είμαι ο δέκατος τρίτος. Μια εκπληκτική κοπέλα, στο βάθος, με αφήνει άφωνο με την ομορφιά της, δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω. Τα καταφέρνω όταν ο σύντροφός της έρχεται, κάθεται δίπλα της, φιλιούνται - και επειδή δεν έχω σταματήσει να κοιτάω το ζώον την κοπέλα και την ομορφιά της, ο τύπος μου ρίχνει βλέμματα του τύπου "καλύτερα - να - ξέρεις - κολύμπι - αν - θες - να - συνεχίσεις". Ξέρω κολυμπι, αλλά λέω να μην το διακινδυνεύσω. Αν, και, τώρα που το σκέφτομαι, άξιζε τον κόπο.

Γύρω μου απίστευτες μορφές. Κάθε φορά που πηγαίνω Πάρο κοιτάω τον κόσμο που συνταξιδεύει μαζί μου: έχει κάτι ξεχωριστό.

Με όλους αυτούς ξεκινήσαμε μαζί. Απο την ίδια πόλη. Με το ίδιο τραίνο ήρθαμε στο λιμάνι, στους ίδιους δρόμους μου κορνάρανε, τους αγριοκοίταξα γιατί στρίψανε χωρίς να βγάλουν φλας.

Ε, δεν τους αναγνωρίζω. Απο το καράβι έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Ηρεμουν, αστράφτουν, δεν τους νοιάζει πια. Χαλαρώνουν.

Οχι τελείως - αλλά αλλάζουν. Η μάνα μαλώνει το παιδί της με τον ίδιο τρόπο που θα τον μαλώσει, μετά, στην παραλία, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που τον μάλωνε πριν, στην μεση της Πανεπιστημίου - ή τουλάχιστον, έτσι μου φαίνεται εμένα.

Μπορεί να είμαι ρομαντικός, δεν ξέρω.

Τέλος πάντων, τρώω το σάντουιτς των 2 και κάτι ευρώ, ενώ ο αέρας μου χτυπάει το πρόσωπο, φυλακισμένα σκυλιά δίπλα μου ζηλεύουν, τα ζευγάρια περπατάνε χεράκι-χεράκι χαζεύοντας το Αιγαίο και ο ήλιος με ζεσταίνει. Καίρος να παω μέσα.

Η κοπέλα που έκανε κατάληψη στην θέση μου, έχει φύγει. Δεν θα την ξαναδώ ποτέ. Η τηλεόραση μπροστά μου παίζει βλάχικα (καθότι 25η, θυμάστε;) και αγναντεύει το παρελθόν της. Βαριέμαι. Η πεθερά δίπλα μου σχολιάζει τι καλά που ήταν τότε, και τι αξιόλογος λαός είμαστε.

Αυριο, που θα σφάζουμε τους Αλβανούς, νικητές ή χαμένους, θα δούμε τι αξιόλογος λαός είμαστε.

Αλλά, τότε ούτε το παιχνίδι με την Γεωργία δεν είχε γίνει. Μην προτρέχω.

Ανοίγω το ραδιόφωνο στο κινητό μου - πότε πιάνει, πότε όχι. Τουλάχιστον, όταν πιάνει, βάζω ροκάκια, έτσι, για το σπάσιμο της μέρας. Το αφήνω στα αυτιά μου για να γλυτώσω απο τον περιβάλλοντα θόρυβο, αλλά δεν χρειάζεται τελικά: Η τηλεόραση μένει "out of signal" και με απαλλάσει απο την παρουσία της.

Κλείνω τα μάτια μου - έχει πάει γύρω στις δέκα. Στις έντεκα, μια φωνή ανακοινώνει την άφιξη.

Περίμενα να φτάσουμε μιάμιση ώρα μετά, αλλά η θάλασσα ήταν λάδι - και το καράβι πέταγε.

Η πεθερά θα κατέβει μετά, Νάξο νομίζω. Χαιρετώ, και κατεβαίνω.

Πατάω στο λιμάνι της Πάρου.

Κάθε φορά, νομίζω οτι είναι το πιο σταθερό έδαφος του κόσμου.

Τούτο το blog έχει μεταφερθεί στην διεύθυνση http://www.arkoudos.com/... Δεν έχει νόημα να κάνετε comment εδώ, αντιθέτως, αναζητήστε το ίδιο Post στο καινούργιο site!

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

Τούτο το blog έχει μεταφερθεί στην διεύθυνση http://www.arkoudos.com/... Οσες καταχωρήσεις υπάρχουν εδώ, μπορείτε να τις βρείτε και εκεί, και καλύτερες!