Κεφάλαιο ένα: Das Boot
Το ρολόϊ χτύπησε πεντέμιση. Ε, και; αυτή ηταν η δουλειά του. Η δική μου ήταν να ξυπνήσω, και δεν το 'κανα.
Στις έξι και δέκα, παραδόξως, αποφάσισα να ενεργοποιηθώ. Λήθαργος. Βασικά, τα πράγματα δεν τα είχα ετοιμάσει απο το βράδυ, καθόντουσαν σε μία καρέκλα και με χαζεύανε. Δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα, δύο μπλούζες και σωβρακωκάλτσες. Σιγά την μετακόμηση για τρεις μέρες ταξίδι. Αλλά παρόλα αυτά, έτσι ξεχνάς τα πιο σημαντικά, και την πατάς μετά.
Μέχρι τις εξίμηση, άγνωστο πως, έχω πλυθεί, έχω ετοιμάσει την βαλίτσα, έχω μαζέψει την σακούλα με τα σκουπίδια. Και πάλι όμως, μισή ώρα αργότερα απο ότι έπρεπε - και το καράβι, αδελφέ, δεν περιμένει.
Να κάνω την προσπάθεια; Θα σπαστώ αν φτάσω μέχρι τον Πειραιά μόνο και μόνο για να δώ το καράβι να φεύγει. Δεν βαριέσαι, τουλάχιστον δεν έχω βγάλει εισιτήριο.
Φεύγω απο το σπίτι. Παρασκεύη πρωϊ, με μιά τσάντα και μία σακούλα σκουπιδιών στα χέρια (μην ανησυχείτε, δεν θα την έπαιρνα μέχρι τον Πειραιά - θα την πέταξω στα σκουπίδια), χαράζει, είναι όλα ήσυχα.
Πετάω την σακούλα, η τσάντα είναι βαριά, δεν έχει λουρί, μου κόβει τα χέρια. Αν το τραίνο δεν έρθει α-μέ-σως, το καράβι θα φύγει χωρίς τον Γιάννη μέσα.
Σκασίλα του.
Το τραίνο έρχεται ποιο γρήγορα από αμέσως. Τόσο που δεν προλαβαίνω να βγάλω ticketάκι. Ε, αν με πιάσουν χαλάλι, εγώ μπαίνω μέσα. Τέτοια τύχη, να έρθει τόσο γρήγορα, δεν την αφήνεις - ακόμα και αν σε πιάσουνε μετά για λαθρεπιβάτη.
Ορθιος, όπως πάντα. Μπροστά μου, επτά σχεδόν η ώρα το πρωϊ Παρασκευής, οι ποιο απίστευτες φιγούρες. Μεροκαματιάριδες, φαντάροι, Ευέλπιδες, μετανάστες. Και άλλοι ταξιδιώτες. Με τις τσάντες τους, άλλοι κατεβαίνουν Μοναστηράκι, θα πάρουν το τραίνο για το αεροδρόμιο, άλλοι θα συνεχίσουν μαζί μου, μέχρι τον Πειραιά. Αν το προλάβω το καράβι, μπορεί να ταξιδέψουμε και μαζί.
Αγέλαστες, κουρασμένες φάτσες. Δυό τρεις ξένοι, κοιτάνε χάρτες μικρούς, που όταν ξεδιπλώνουν πιάνουν θαρρείς όλον το κόσμο, προσπαθώντας να καταλάβουν που σκατά είναι τώρα. You are here, magka.
Το τραίνο περνάει το Μοναστηράκι. Συνήθως κατεβαίνω εδώ, για να πάω για δουλειά. Σήμερα τα όρια ξεπεράστηκαν. Συνεχίζουμε, με βάρκα την ελπίδα.
Φτάνω. Το ρολόϊ γράφει επτά και κάτι, λίγο πριν φύγει το καράβι. Οι πόρτες ανοίγουν απο την δική μου μεριά, άλλο ένα δώρο της τύχης. Τα λεφτά είναι στην τσέπη, το εισιτήριο περιμένει να αποκτηθεί - μάλλον δεν έφτασα μέχρι εδώ τσάμπα.
Μια οικογένεια (μπαμπάς και μαμά στα σαρανταφεύγα τους, τα παιδιά ακόμα στα δεκαπεντε έλα τους) έρχεται καταπάνω μου. Κυριολεκτικά. Είναι αποροφημένοι, η μαμά με το να γκρινιάζει στον μπαμπά για το ταξίδι που δεν έγινε, για την δική τους ατυχία, τα παιδιά, συνηθισμένα να ακούν. Το ταξίδι που ακυρώθηκε, που ματαιώθηκε, που δεν θα κάνουν.
Εγώ όμως θα προλάβω.
Μπαίνω στο πρωτο πρακτορείο που βρίσκω. Για Πάρο, πλίζ, πότε έχει; Σε δέκα λεπτά, αλλά δεν υπάρχουν εισιτήρια. Μετά, στις τέσσερις.
Μπαμ.
Εφτασα μέχρι εδώ, πρόλαβα τον απόπλου αλλά εισιτήρια γιόκ; Ξαναρωτάω στον διπλανό, λες και θα έχει αυτός. Γιοκ. Στον παραδίπλα. Εσείς μήπως; Γιόκ.
Πτου.
Επιστρέφω ψιλοαπογοητευμένος στον σταθμό, κάνοντας πλάνα για ύπνο μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, και επιστροφή. Ή μήπως όχι; Μηπως να κάτσω Αθήνα; Δεν έχω και λεφτά μωρέ, που να τρέχω Κυκλάδες τριήμερα, αυτά είναι για πλούσιους. Ολη η κούραση του τρεξίματος, μου βγαίνει θαρρείς τώρα - σέρνω τα ποδάρια μου.
Αλλα μου την έχει δώσει, θέλω να παω. Θα δούμε.
Κάτσε όμως λέω, να ρωτήσω για εισιτήρια στο καράβι των τέσσερις, αν υπάρχουν - μην την ξαναπάθω. Προσπερνάω τα τρία πρακτορεία που ρώτησα, και πάω σε ένα ακόμα παραπέρα.
Μπαίνω μέσα. "Σκιουζ-μη, εισιτήρια για Πάρο, υπάρχουν;"
"Πόσα άτομα;" ρωτάει ο εργαζόμενος.
"Ένα".
Γυρίζει σε έναν άλλο που περιμένει εκεί και του λέει
"Είδες; πριν 2 λεπτά ακυρώθηκε, αμέσως το πουλησα. Εικοσικάτι και κάτι ευρώ" μου λέει.
Αντιλαμβάνομαι ότι δεν μιλάει για το καράβι στις τέσσερις, αλλά τούτο εδώ, που περιμένει στο λιμάνι, που για χάρη του ξύπνησα νωρίς, που θα με πάει στην Πάρο, για αυτό το καράβι, εδώ, τώρα.
Πλερώνω, ρωτάω που έχει αράξει.
"Εδώ, ακριβώς απέναντι"
Καμιά φορά αράζουν στου διαόλου την μάνα, δέκα λεπτά περπάτημα, με την τσάντα που σου σφάζει τα χέρια, αλλά όχι, τούτο εδώ είναι το δικό μου καράβι, το δικό μου ταξίδι, και αν μπορούσε να παρκάρει πιο μέσα, στην άσφαλτο, θα το 'κανε.
Περνάω τον δρόμο, πηγαίνω απέναντι ακόμα βάζει αμάξια. Χα! Μπαίνω στην πόρτα των πεζών, καλημερίζω τον υπάλληλο, αυτός δουλεύει, εγώ περνάω την ποιό εξάρα μέρα του τελευταίου μήνα - και βάλε.
Μπαίνω στο καράβι.
Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο, με τίτλο "Μιά αρκούδα στην Πάρο το Τριήμερο" - σινεμασκόπ.
5 Comments:
Να σημειώσω ότι το επεισόδιο προβάλλεται μαγνητοσκοπημένο, και οτι έχω επιστρέψει στο κλουβί.
Με τους τρελούς.
kathe katergaris ston topo tou..
kathe katergaris ston topo tou..
Περιμένουμε να μας πεις πόσο καλά πέρασες...:)
Σήμερα έπαιζε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο για κάποιον που πήγαινε Πειραιά χωρίς βαλίτσα και πήρε το πρώτο τραίνο που βρήκε μπροστά του...Πορτοκάλογλου θαρρώ. Για σένα έλεγε...?
(Για να είμαι ειλικρινής, ζηλεύω ήδη,α λλά, για το Θεό, πες μας...!)
Αν έχες τύχη διάβαινε και ριζικό προχώρα, που λέει και ο σοφός λαός.
Επίσης, αν και μαγνητοσκοπημένα αυτά τα επεισόδια μας αρέσουν, οπότε περιμένουμε με ενδιαφέρον την αναμετάδοση.
Ελ.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home