Πλησίον της οργάνωσης.
Μέρος πρώτον.
Ημουν -και γώ- όταν ήμουν μικρός πρόσκοπος. Ουτε καν. Μέχρι λυκόπουλο έφτασα.
Δεν έχω ιδέα τι πέρασε απο το μυαλό των δικών μου να με κάνουν λυκόπουλο. Για μένα που ήμουν πιτσιρικάς, πλάκα είχε. Πράσινο καπελάκι, στολή, γίνε καλό παιδί, να βοηθάς τους άλλους, τουτέστιν ενδιαφέροντα πράγματα.
Και φυσικά το βιβλίο - και ο όρκος. Και το χέρι κάπως μυστήρια, για να μοιάζει με τα αυτιά του λύκου. Αλλά η χριστιανοσύνη, χριστιανοσύνη.
Μετά πάει. Το παράτησα, με παράτησε, μετακομίσαμε, κάτι έγινε και τα λυκόπουλα πήραν τον δρόμο για τον μύθο. Η στολή χάθηκε, το καπέλο και το σήμα κρατήσανε λίγο παραπάνω, το ίδιο και το βιβλίο, αλλά δεν απέφυγαν το μοιραίο της λήθης.
Να κάνω μία παρένθεση εδώ; Μεγάλωσα χωρίς αρχές τύπου "στρατός, οικογένεια, εκκλησία" ή κατά το κοινώς γνωστό "πατρίς, θρησκεία, οικογένεια". Και μεγαλώνοντας χάλαγα, δεν έφτιαχνα. Συνεχίζω.
Κάποια στιγμή πήρα χαμπάρι/μου είπανε ότι τα λυκόπουλα - πρόσκοποι ήταν εξαιρετική προετοιμασία για τους μασόνους. Ενδιαφέρον, αλλά τίποτα περισσότερο.
Να το θυμηθώ μόνο, πριν πάω τα παιδιά μου εκεί.
Μέρος δεύτερον.
Στην Πατησίων, δεν θυμάμαι καλά σε ποιο ύψος, υπάρχει η εκκλησία της Σαϊεντολογίας. Καθώς περπατάω αρκετά, δεν είναι λίγες οι φορές που έχω περάσει απο κεί. Στην αρχή ήταν μόνο στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας, αλλά αργότερα, ενα δύο τετράγωνα πιο πέρα, νοικιάσανε και ένα ισόγειο, αρκετά μεγάλο κατάστημα. Πωλούσαν βιβλία και άλλα τέτοια κόλπα.
Απο τότε που είχαν μονο τον όροφο της πολυκατοικίας, πάντα μία κοπέλα μίλαγε στον δρόμο στους περαστικούς, με σκοπό να τους ανεβάσει επάνω και να τους κάνει μέλη.
Μία φορά, ρώτησε και μένα. Το όνομά της ήταν Ζωή, καμία 35-40 χρονών, ευγενικότατη κυρία.
"Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;"
"Βεβαίως"
"Θα θέλατε να συμπληρώσουμε μαζί αυτό το ερωτηματολόγιο;"
"Γιατί όχι;"
Ε, λοιπόν αυτό το γιατί όχι, κράτησε περιπου μισή ώρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η ερώτηση "τι θέλεις περισσότερο τώρα στην ζωή σου" και οτι απάντησα "την Μαρία", γιατί τότε, ε, αυτό ήθελα περισσότερο.
Τελοσπάντων, χαιρετιστήκαμε, οι μέρες περάσανε, η Μαρία δεν ήρθε, όλα πήγαιναν όπως έπρεπε να πάνε δηλαδή.
Εντωμεταξύ, κάθε φορά που ξαναπερνάω απ΄εκεί, χαιρετάω την Ζωή. Μία μέρα με ρωτάει αν θέλω να μάθω περισσότερα για την Σαϊενετολογία.
Μπα. Δεν τσιμπάω.
Μα ανέβα μου λέει, για λίγο είναι μόνο.
Θυμάστε για το κορόιδο και το έξυπνο πουλί; έ, με έπιασε περιέργεια, και ανέβηκα στον πρώτο όροφο.
Δύο λαχταριστές -να με συμπαθάτε- κοπέλες ήταν εκεί ως πελάτισσες. Διαβάζανε βιβλία, κοιτάγανε δεξιά και αριστερά, ρωτάγανε για σεμινάρια. Αφου, σκέφτηκα να γραφτώ και εγώ - λέω, δεν μπορεί, τόσο ωραίες κοπέλες (δεν έπαιζε και Μαρία πλέον) μπορεί να έχω καμία ευκαιρία...
Και μου κόβει. Ρε, λέω, μπας και είναι φόλι; Μπας και οι μικρές είναι διαφημιστικό;
Δεν γράφομαι πουθενά, κάτι φυλλάδια παίρνω, ευχαριστώ Ζωή μου, γειά σου, γειά.
Γειά.
Όταν αργότερα έπιασαν το ισόγειο - βιτρίνα, όλο κόσμο είχανε μέσα. Ωραιότατες κοπέλες.
Τώρα είναι βίντεο κλάμπ. Βρε, λες να είναι δικό τους;
Και, μέρος τρίτον.
Μου θυμησε και κάτι άλλο αυτή η ιστορία. Κάτι μυστήριους τύπους, με άσπρο πουκάμισο - μαύρο παντελόνι, καρτελάκι χριστιανοκάτι, γραβάτα, πιθανώς σακάκι, ψηλούς, ευγενικούς, ξανθούς, ωραία παιδιά, που πάνε δυο-δυο και κάτι πάνε να ψήσουνε τον κόσμο.
Μια φορά με σταματήσανε κει-δά στην Πανεπιστημίου. Δεν ήταν δύο, ήταν πολύ περισσότεροι. Δέκα, δώδεκα ίσως. Όλοι ωραίοι και ωραίες. Μοντέλα. Δε κλίν κατ τύποι, που τους έχεις εμπιστοσύνη ότι άμα τους δώσεις την φωτογραφική να σε τραβήξουν, δεν θα την κοπανήσουν. Που τους δίνεις και την κόρη σου, που λέει ο λόγος, για βόλτα. Δεν τους φοβάσαι οτι θα προκύψει τίποτα.
Με σταματάει λοιπόν ένας τέτοιος. Ελληνοαμερικάνικα πάει να μου σκάσει το παραμύθι. Τον ρωτάω, συγνώμη, τόσοι είσαστε, κανέναν άσχημο, χοντρό και φαλακρό δεν έχετε; Δεν καταλαβαίνει, τα χάνει. Του λέω κοιτα τους: σαν κλωνοποιημένα είσαστε. Βρείτε μου έναν άσχημο ανάμεσά σας και αυτόν θα ακούσω τι έχει να μου πει. Και φεύγω.
Δεν πειράζει. Θα βρει άλλον να πει το παραμύθι του.