Πέμπτη, Μαρτίου 31, 2005

Βρώμικα συρτάρια με χελώνες, χωματερές, και παρατρεχάμενους...

Απο την μία, χρωστάμε. Ως κράτος. Ως πολίτες. Έχουμε έλλειμα, που πρέπει να καλυφθεί.

Καμία αντίρρηση.

Απο την άλλη όμως...

Φάπα - πρόστιμο 40.000 ευρώ ημερησίως, μεγαλύτερο εκείνου της χωματερής Κουρουπητού, θα κληθούμε να πληρώσουμε λίαν συντόμως, μετά τη γνωστοποίηση «εις τας Ευρώπας» της καταστροφής του Εθνικού Πάρκου Θαλάσσιας Χελώνας στη Ζάκυνθο (ΕΘΠΖ).[...]
Πιο κάτω, το άρθρο της Ελευθεροτυπίας τονίζει:

Από τις 13 Οκτωβρίου η Κομισιόν έχει στείλει αιτιολογημένη γνώμη για όλα αυτά. Στις 13 Μαΐου αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα συναντηθεί με την ηγεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ με πρώτο θέμα το ζήτημα αυτό.
Ακόμα και αν γλυτώσουμε το πρόστιμο, δεν είναι τουλάχιστον βλακεία (για να μην πω εγκληματική αμέλεια) να περνάει τόσος καιρός, και να μην προστατεύουμε, μόνοι μας, τον εθνικό μας πλούτο;



Και λέω: χρωστάμε κύριοι; Καμία αντίρρηση. Και εγώ έλληνας είμαι, να πληρώσω, ότι μου αναλογεί.

Αλλά, εσείς, των υπουργείων, έχετε καθαρά τα ταμεία σας; Ξέρετε ΠΟΥ πληρώνετε κάθε μήνα, και ποιούς; Ξέρετε ΠΟΣΟΥΣ υπαλλήλους έχει η ΕΡΤ (ένα παράδειγμα φέρνω) και πόσα παίρνουν - και ΓΙΑΤΙ; Ξέρετε πόσους κρατικούς υπαλλήλους έχετε, τι κάνει ο καθένας απο αυτούς - και πόσα παίρνει;

Συγχίζομαι, γιατί υποπτεύομαι οτι το να κάνεις χαράτσι είναι η εύκολη λύση - και όταν είναι πιο εύκολο να σε βρίζουν δεκα εκατομμύρια έλληνες, απο το να ψάξεις τα συρτάρια σου - φαντάσου ΤΙ βρίσκεται εκει μέσα...

Δεν μιλάω πολιτικά συνήθως, αλλά εμένα, αυτός ο συνειρμός μου ήρθε. Μου την δίνει, βρε αδελφέ, να πληρώνω για να σακατεύουνε τις φωλιές των αγέννητων χελωνων, και να πληρώνονται οι τεμπέληδες που διορίστηκαν μόνο και μόνο γιατί τρέχουν στις πορείες...

Αδικο έχω;

Υ.Γ. Για την ιστορία με τα γιαούρτια, τι να πω... Ντροπή τους.


Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2005

Κεφάλαιο τρια: Πως φεύγουν απο 'δω;

Κάποιες φορές, πρέπει να παίρνεις την τύχη στα χέρια σου.

Απο το καράβι ήδη, σκεφτόμουν την επιστροφή. Εδώ δεν βρήκα εισιτήριο για να πάω, θα βρώ για να γυρίσω; Έχω και δουλειά, δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα.

Αν και σκεφτόμουν σοβαρά να πάρω τηλέφωνο απο το καράβι σε ταξιδιωτικό γραφείο της Πάρου, (http://www.polostours.gr/, κάνει και παραδόσεις εισιτηρίων στην Αθήνα - το ρεπορτάζ δεν είναι διαφημιστικό) και να κλείσω εισιτήριο επιστροφής τηλεφωνικά, είπα οτι είναι πια εξωφρενικό, σχεδόν παράνοια - θα κλείσω όταν κατέβω απο το βαπόρι.

Ποιο μάγκας απο όλους αυτούς.

Πρώτη μου στάση λοιπόν, με το που κατέβηκα στο νησί, με 40€ όλα κι όλα στην τσέπη, να κλείσω εισιτήριο.

Πάω στο πρακτορείο. Βρίσκω ήδη κόσμο, αλλά δεν είναι αυτοί που κατέβηκαν τώρα, μικρή η σειρά, περιμένω. Φεύγει ο μπροστινός, σειρά μου, Καλημέρα σας.

Για την Κυριακή, προς Πειραιά, τι υπαρχει;

"Το τάδε φεύγει τάδε ώρα, το τάδε τάδε ώρα, το τάδε τάδε...."

Ολα αφιξη πριν τις 12 το βράδυ. Ωραία, θα κοιμηθώ σπίτι μου.

"...αλλά δεν υπάρχουν εισιτήρια."

Ντουπ.

Μην μου το κάνεις αυτό! Εχω δουλειά την Δευτέρα είπαμε!

"Μηπως κάτι μετά τα μεσάνυχτα;"

"Στις δωδεκάμιση το Ρομίλντα."

"Μπορώ", (όπως λέει και η διαφήμιση) "να κλείσω με το Ρομίλτα μία κράτηση, αλλά αν κάτι αδειάσει στα προηγούμενα, να την ακυρώσω";

"Οχι δυστυχώς, είναι του Αγούδημου αυτά ξέρετε."

Φαίνεται πως άλλους, η φράση "είναι του Αγούδημου", πρέπει να αποτελεί εξήγηση για όλων των ειδών τις κακοτοπιές. Για μένα δεν πιάνει, δεν πα νά 'ναι και του Λάτση - αλλά δεν θέλω να το διακινδυνεύσω:

Κλείνω με τον Αγούδημο στις δώδεκα τα μεσάνυχτα.

Παίρνω τηλέφωνο τον Νίκο, που ενώ εγώ μάχομαι με τα θηρία της ναυσιπλοοίας, αυτός κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. "Ερχομαι" μου λέει, οπότε δίνουμε ραντεβού στο χαμπουργκεράδικο του Χανιώτη.

Χώρος ιερός. Ο τύπος έχει τα πιο καθαρά χάμπουργκερ που έχω φάει ποτέ. Μιλάμε για ποιότητα φαγητού. Η ψυχωση έχει ξεκινήσει πριν απο χρόνια, σε σημείο που του ζήταγα ένα τσιζμπεργκερ με μπέϊκον τόσες φορές, που αναγκάστηκε να το βάλει στο μενού του. Και έκτοτε, όποτε βρίσκομαι Πάρο, θα φάω απο εκεί.

Τρώμε (τι άλλο; τσιζμπεϊκον). Ποίημα, όπως πάντα. Ο κυρ-Βαγγέλης, για άλλη μία φορά, ζωγράφισε.

Το ίδιο και η Παρασκευούλα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Δουλειά σας.

Κλείσαμε και με την επιστροφή, καιρός να περάσουμε καλά. Στο επόμενο επεισόδιο: Τρεις μέρες στο παράδεισο.



Ένα κομματάκι γνώσης.

Ο Σάββας επέστρεψε απο την Πορτογαλία.

Είναι όμως στεναχωρημένος. Τόσες μέρες εκεί, του συμπεριφέρθηκαν άψογα. Έπαιξε με την εθνική τους, στην έναρξη, και τους κέρδισε, και του έδωσαν συγχαρητήρια. Έπαιξε και στον τελικό, τους κέρδισε, στην μοναδική ευκαιρία που είχαν ποτέ και αυτοί (όπως και εμείς) στην νεότερη ιστορία τους να κερδίσουν έναν τίτλο, και παρότι πικραθήκανε, δεν τον μαλώσανε.

Φωτό απο τον χθεσινό αγώνα των ...ελπίδων, απο την ιστοσελίδα της Sportline, Sport.gr


Οταν τον έλεγαν έλληνα, τον Σάββα, δεν τον υποτιμούσαν. Χαμογελάγανε, γιατί τους έμοιαζε λιγάκι τρελός βέβαια, αλλά του το είχαν επιτρέψει:

Τον αφήσανε να κυκλοφορεί στους δρόμους τους με την σημαία του, και την φανέλα της εθνικής του ομάδας, να τραγουδάει τον ύμνο του, να πανηγυρίζει όταν κερδίζει.

Ο Σάββας έλειπε απο την Ελλάδα, ήταν σε πολιτισμένη χώρα. Που δεν τον φοβόταν, που δεν τον μισούσε, που δεν του χρέωνε όλα τα κακά της χώρας της πάνω του. Που δεν του έλεγε "Ελληνα πεινάει, κατσαρίδες να φάει", ούτε "Δεν θα γίνεις Πορτογάλος ποτέ, Έλληνα, Έλληνα".

Ο Σάββας στα παιχνίδια της εθνικής του, μπορούσε να ακούσει τον ύμνο της χώρας του κάθε φορά που έπαιζε. Γιατί οι άλλοι έδειχναν σεβασμό. Δεν γιουχάρανε. Ηταν επισκέπτης, και το τιμούσαν αυτό.

Οταν πανηγύριζε ο Σάββας, για τις νίκες της ομάδας του, οι Πορτογάλοι, ακόμα και αν ήταν αυτοί οι χαμένοι, δεν μπορούσαν παρά να χαρούν και αυτοί. Να χαμογελάσουν, να ζηλέψουν ίσως λίγο, αλλά να μην μισήσουν.

Ο Σάββας γύρισε. Και αν κατάλαβε έστω και λίγα απο αυτά που είδε, λίγα μόνο, ένα κομματάκι, σήμερα το βράδυ ο Σάββας θα θελήσει να ακούσει τον ύμνο των φιλοξενούμενών μας, των Αλβανών.


Σήμερα το βράδυ, ο Σάββας θα δακρύσει.



Τρίτη, Μαρτίου 29, 2005

Μικρή διακοπή για διαφημίσεις

Δεν άντεξα.

Είχα σκοπό να μην διακόψω τούτον τον ειρμό των αναμνήσεών μου, διατηρώντας ένα (κάποιας μορφής) μυστήριο, αλλά τούτο δω είναι μεγαλύτερο απο μένα, και είπα να διακόψω κυριολεκτικά για διαφημήσεις.

Μου ήρθε στο email μου ξεπερνώντας τους τοίχους αντισπαμ που έχω υψώσει, και εφτασε μέχρι την πόρτα μου, αφήνοντας με να αναρωτιέμαι:

Τι λέει;

Hello,

plantation slaves might be in revolt and prove as great a danger
the end of Mallard's resistance in the fort. Ho there, Jeremy!
deep but very narrow channel, a veritable gateway, into the secur
Let be, said Blood. You provoked the boy by your insult to hi
you and your surviving men upon arrival there.


certainly a deal too peppery. I have said, speaking on behalf of
speaking - he delivered sentence of death in the prescribed form,
Wine and food had been placed upon the table by Benjamin, Captain
In those days I esteemed him for an unfortunate gentleman.
of furniture smashed and overthrown, the shouts and laughter of
As long as full sensibility remained, Jeremy Pitt had made no sou
there was a valiant effort by some of Don Miguel's officers to ra
Spain as Captain Blood now hoped to humble it again. Hagthorpe,


Have a nice day.


Ετσι. Σαφέστατο. Πλήρες.

Με κάνει να αναρωτιέμαι αν επίτηδες το έστειλε κάποιος μαζικά για να με κάνει, για ένα λεπτό, να σταματήσω την δουλειά μου και να προσπαθήσω να βάλω την λογική μου να δουλέψει.

Και αφού απέτυχα, παταγωδώς, να καταλάβω επιτέλους οτι δεν είναι υποχρεωτικό να είναι όλα λογικά γύρω μας.

Μικρή διακοπή για διαφημίσεις.


Have a nice day.

Κεφάλαιο δύο: Το Ταξίδι

Το καράβι είναι -φυσικά- γεμάτο. Ο νεαρός με το μπλε κουστούμι που κοιτάει τα εισιτήρια κοιτάει το δικό μου. Ετοιμάζομαι να πάω κατάστρωμα, με τελευταίας στιγμής εισιτήριο, στα εικοσικάτι ευρώ, δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις.

"Απο δω είστε εσείς κύριε", μου λέει και δείχνει τις αεροπορικές.

Αεροπορικές; Εχει γούστο...

Πηγαίνω προς τις αεροπορικές, άλλα δύο μπλε στρουμφάκια οδηγούν τον κόσμο προς τις θέσεις. Γιατί; δεν μπορεί να κάτσει ο κόσμος μόνος του;

Ωπ. βρε λες;

"Συγνώμη, είναι αριθμημένες;"

Φυσικά και είναι αριθμημένες. Ο νεαρός μου δείχνει μπροστά μπροστά στηντηλεόραση, πρωτη σειρά. Η μόνη θέση απο όλες που μπορείς να απλώσεις τα πόδια σου.

Πράγματα στην θέση μου. Ρούχα, και μία τσάντα. Ρωτάω την διπλανή, μία κυρία τύπου πεθερά, μου λέει οτι κάθεται μία δεσποινίς. Αφήνω κάτω τα πράγματά μου, σιγουρεύομαι οτι αυτή είναι η θέση μου, και πηγαίνω να τσιμπήσω κάτι.

Περιμένω πάνω απο μισάωρο στην ουρά, είναι πρωϊ και όλοι θέλουν καφέ. Σας το 'πα; ούτε καφέ δεν πίνω - αλλά ένα σαντουιτσάκι, θα το τρωγα ευχαρίστως.

Χαζεύω τον κόσμο, περιμένοντας να φτάσει η σειρά μου. Δώδεκα άτομα περιμένουν - εγώ είμαι ο δέκατος τρίτος. Μια εκπληκτική κοπέλα, στο βάθος, με αφήνει άφωνο με την ομορφιά της, δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω. Τα καταφέρνω όταν ο σύντροφός της έρχεται, κάθεται δίπλα της, φιλιούνται - και επειδή δεν έχω σταματήσει να κοιτάω το ζώον την κοπέλα και την ομορφιά της, ο τύπος μου ρίχνει βλέμματα του τύπου "καλύτερα - να - ξέρεις - κολύμπι - αν - θες - να - συνεχίσεις". Ξέρω κολυμπι, αλλά λέω να μην το διακινδυνεύσω. Αν, και, τώρα που το σκέφτομαι, άξιζε τον κόπο.

Γύρω μου απίστευτες μορφές. Κάθε φορά που πηγαίνω Πάρο κοιτάω τον κόσμο που συνταξιδεύει μαζί μου: έχει κάτι ξεχωριστό.

Με όλους αυτούς ξεκινήσαμε μαζί. Απο την ίδια πόλη. Με το ίδιο τραίνο ήρθαμε στο λιμάνι, στους ίδιους δρόμους μου κορνάρανε, τους αγριοκοίταξα γιατί στρίψανε χωρίς να βγάλουν φλας.

Ε, δεν τους αναγνωρίζω. Απο το καράβι έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Ηρεμουν, αστράφτουν, δεν τους νοιάζει πια. Χαλαρώνουν.

Οχι τελείως - αλλά αλλάζουν. Η μάνα μαλώνει το παιδί της με τον ίδιο τρόπο που θα τον μαλώσει, μετά, στην παραλία, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που τον μάλωνε πριν, στην μεση της Πανεπιστημίου - ή τουλάχιστον, έτσι μου φαίνεται εμένα.

Μπορεί να είμαι ρομαντικός, δεν ξέρω.

Τέλος πάντων, τρώω το σάντουιτς των 2 και κάτι ευρώ, ενώ ο αέρας μου χτυπάει το πρόσωπο, φυλακισμένα σκυλιά δίπλα μου ζηλεύουν, τα ζευγάρια περπατάνε χεράκι-χεράκι χαζεύοντας το Αιγαίο και ο ήλιος με ζεσταίνει. Καίρος να παω μέσα.

Η κοπέλα που έκανε κατάληψη στην θέση μου, έχει φύγει. Δεν θα την ξαναδώ ποτέ. Η τηλεόραση μπροστά μου παίζει βλάχικα (καθότι 25η, θυμάστε;) και αγναντεύει το παρελθόν της. Βαριέμαι. Η πεθερά δίπλα μου σχολιάζει τι καλά που ήταν τότε, και τι αξιόλογος λαός είμαστε.

Αυριο, που θα σφάζουμε τους Αλβανούς, νικητές ή χαμένους, θα δούμε τι αξιόλογος λαός είμαστε.

Αλλά, τότε ούτε το παιχνίδι με την Γεωργία δεν είχε γίνει. Μην προτρέχω.

Ανοίγω το ραδιόφωνο στο κινητό μου - πότε πιάνει, πότε όχι. Τουλάχιστον, όταν πιάνει, βάζω ροκάκια, έτσι, για το σπάσιμο της μέρας. Το αφήνω στα αυτιά μου για να γλυτώσω απο τον περιβάλλοντα θόρυβο, αλλά δεν χρειάζεται τελικά: Η τηλεόραση μένει "out of signal" και με απαλλάσει απο την παρουσία της.

Κλείνω τα μάτια μου - έχει πάει γύρω στις δέκα. Στις έντεκα, μια φωνή ανακοινώνει την άφιξη.

Περίμενα να φτάσουμε μιάμιση ώρα μετά, αλλά η θάλασσα ήταν λάδι - και το καράβι πέταγε.

Η πεθερά θα κατέβει μετά, Νάξο νομίζω. Χαιρετώ, και κατεβαίνω.

Πατάω στο λιμάνι της Πάρου.

Κάθε φορά, νομίζω οτι είναι το πιο σταθερό έδαφος του κόσμου.

Δευτέρα, Μαρτίου 28, 2005

Κεφάλαιο ένα: Das Boot

Το ρολόϊ χτύπησε πεντέμιση. Ε, και; αυτή ηταν η δουλειά του. Η δική μου ήταν να ξυπνήσω, και δεν το 'κανα.

Στις έξι και δέκα, παραδόξως, αποφάσισα να ενεργοποιηθώ. Λήθαργος. Βασικά, τα πράγματα δεν τα είχα ετοιμάσει απο το βράδυ, καθόντουσαν σε μία καρέκλα και με χαζεύανε. Δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα, δύο μπλούζες και σωβρακωκάλτσες. Σιγά την μετακόμηση για τρεις μέρες ταξίδι. Αλλά παρόλα αυτά, έτσι ξεχνάς τα πιο σημαντικά, και την πατάς μετά.

Μέχρι τις εξίμηση, άγνωστο πως, έχω πλυθεί, έχω ετοιμάσει την βαλίτσα, έχω μαζέψει την σακούλα με τα σκουπίδια. Και πάλι όμως, μισή ώρα αργότερα απο ότι έπρεπε - και το καράβι, αδελφέ, δεν περιμένει.

Να κάνω την προσπάθεια; Θα σπαστώ αν φτάσω μέχρι τον Πειραιά μόνο και μόνο για να δώ το καράβι να φεύγει. Δεν βαριέσαι, τουλάχιστον δεν έχω βγάλει εισιτήριο.

Φεύγω απο το σπίτι. Παρασκεύη πρωϊ, με μιά τσάντα και μία σακούλα σκουπιδιών στα χέρια (μην ανησυχείτε, δεν θα την έπαιρνα μέχρι τον Πειραιά - θα την πέταξω στα σκουπίδια), χαράζει, είναι όλα ήσυχα.

Πετάω την σακούλα, η τσάντα είναι βαριά, δεν έχει λουρί, μου κόβει τα χέρια. Αν το τραίνο δεν έρθει α-μέ-σως, το καράβι θα φύγει χωρίς τον Γιάννη μέσα.

Σκασίλα του.

Το τραίνο έρχεται ποιο γρήγορα από αμέσως. Τόσο που δεν προλαβαίνω να βγάλω ticketάκι. Ε, αν με πιάσουν χαλάλι, εγώ μπαίνω μέσα. Τέτοια τύχη, να έρθει τόσο γρήγορα, δεν την αφήνεις - ακόμα και αν σε πιάσουνε μετά για λαθρεπιβάτη.

Ορθιος, όπως πάντα. Μπροστά μου, επτά σχεδόν η ώρα το πρωϊ Παρασκευής, οι ποιο απίστευτες φιγούρες. Μεροκαματιάριδες, φαντάροι, Ευέλπιδες, μετανάστες. Και άλλοι ταξιδιώτες. Με τις τσάντες τους, άλλοι κατεβαίνουν Μοναστηράκι, θα πάρουν το τραίνο για το αεροδρόμιο, άλλοι θα συνεχίσουν μαζί μου, μέχρι τον Πειραιά. Αν το προλάβω το καράβι, μπορεί να ταξιδέψουμε και μαζί.

Αγέλαστες, κουρασμένες φάτσες. Δυό τρεις ξένοι, κοιτάνε χάρτες μικρούς, που όταν ξεδιπλώνουν πιάνουν θαρρείς όλον το κόσμο, προσπαθώντας να καταλάβουν που σκατά είναι τώρα. You are here, magka.

Το τραίνο περνάει το Μοναστηράκι. Συνήθως κατεβαίνω εδώ, για να πάω για δουλειά. Σήμερα τα όρια ξεπεράστηκαν. Συνεχίζουμε, με βάρκα την ελπίδα.

Φτάνω. Το ρολόϊ γράφει επτά και κάτι, λίγο πριν φύγει το καράβι. Οι πόρτες ανοίγουν απο την δική μου μεριά, άλλο ένα δώρο της τύχης. Τα λεφτά είναι στην τσέπη, το εισιτήριο περιμένει να αποκτηθεί - μάλλον δεν έφτασα μέχρι εδώ τσάμπα.

Μια οικογένεια (μπαμπάς και μαμά στα σαρανταφεύγα τους, τα παιδιά ακόμα στα δεκαπεντε έλα τους) έρχεται καταπάνω μου. Κυριολεκτικά. Είναι αποροφημένοι, η μαμά με το να γκρινιάζει στον μπαμπά για το ταξίδι που δεν έγινε, για την δική τους ατυχία, τα παιδιά, συνηθισμένα να ακούν. Το ταξίδι που ακυρώθηκε, που ματαιώθηκε, που δεν θα κάνουν.

Εγώ όμως θα προλάβω.

Μπαίνω στο πρωτο πρακτορείο που βρίσκω. Για Πάρο, πλίζ, πότε έχει; Σε δέκα λεπτά, αλλά δεν υπάρχουν εισιτήρια. Μετά, στις τέσσερις.

Μπαμ.

Εφτασα μέχρι εδώ, πρόλαβα τον απόπλου αλλά εισιτήρια γιόκ; Ξαναρωτάω στον διπλανό, λες και θα έχει αυτός. Γιοκ. Στον παραδίπλα. Εσείς μήπως; Γιόκ.

Πτου.

Επιστρέφω ψιλοαπογοητευμένος στον σταθμό, κάνοντας πλάνα για ύπνο μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, και επιστροφή. Ή μήπως όχι; Μηπως να κάτσω Αθήνα; Δεν έχω και λεφτά μωρέ, που να τρέχω Κυκλάδες τριήμερα, αυτά είναι για πλούσιους. Ολη η κούραση του τρεξίματος, μου βγαίνει θαρρείς τώρα - σέρνω τα ποδάρια μου.

Αλλα μου την έχει δώσει, θέλω να παω. Θα δούμε.

Κάτσε όμως λέω, να ρωτήσω για εισιτήρια στο καράβι των τέσσερις, αν υπάρχουν - μην την ξαναπάθω. Προσπερνάω τα τρία πρακτορεία που ρώτησα, και πάω σε ένα ακόμα παραπέρα.

Μπαίνω μέσα. "Σκιουζ-μη, εισιτήρια για Πάρο, υπάρχουν;"

"Πόσα άτομα;" ρωτάει ο εργαζόμενος.

"Ένα".

Γυρίζει σε έναν άλλο που περιμένει εκεί και του λέει

"Είδες; πριν 2 λεπτά ακυρώθηκε, αμέσως το πουλησα. Εικοσικάτι και κάτι ευρώ" μου λέει.

Αντιλαμβάνομαι ότι δεν μιλάει για το καράβι στις τέσσερις, αλλά τούτο εδώ, που περιμένει στο λιμάνι, που για χάρη του ξύπνησα νωρίς, που θα με πάει στην Πάρο, για αυτό το καράβι, εδώ, τώρα.

Πλερώνω, ρωτάω που έχει αράξει.

"Εδώ, ακριβώς απέναντι"

Καμιά φορά αράζουν στου διαόλου την μάνα, δέκα λεπτά περπάτημα, με την τσάντα που σου σφάζει τα χέρια, αλλά όχι, τούτο εδώ είναι το δικό μου καράβι, το δικό μου ταξίδι, και αν μπορούσε να παρκάρει πιο μέσα, στην άσφαλτο, θα το 'κανε.

Περνάω τον δρόμο, πηγαίνω απέναντι ακόμα βάζει αμάξια. Χα! Μπαίνω στην πόρτα των πεζών, καλημερίζω τον υπάλληλο, αυτός δουλεύει, εγώ περνάω την ποιό εξάρα μέρα του τελευταίου μήνα - και βάλε.

Μπαίνω στο καράβι.

Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο, με τίτλο "Μιά αρκούδα στην Πάρο το Τριήμερο" - σινεμασκόπ.


Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2005

Dont call me "Honey"

-no honey no bear darling
-moufa arkouda
-sike
-dropi
-aisxos
-ferte thn pissa kai ta poupoula

Αντίδραση αναγνώστριας, όταν εξομολογήθηκα ότι δεν τρώω μέλι.

Ε, ναι. Σοκ. Ο Αρκούδος δεν τρώει μέλι.

Βασικά, ούτε να το μυρίσω δεν μπορώ. Καμιά φορά, το βάζω στο γιαούρτι, που σπάει λίγο η γεύση, αλλά μέχρι εκεί. Και ούτε καν.

Ο Αρκούδος δεν κάνει κολεγιά με το μέλι.

Εκτός όμως από αυτό το αταίριαστο διαζύγιο(!), ο αρκούδος δεν καταναλώνει επίσης:

- Μύδια, γαρίδες, σαλιγκάρια. Όλα σε μία κατηγορία τα βάζουμε, την κατηγορία "μπλιάχ". Στην οποία αδίκως μπήκε και το μανιτάρι μια μέρα που νόμιζα πως ήταν μύδι(!), και δεν ξαναβγήκε ποτές.

- Αρακάδες και καλαμπόκι, που ανήκουν στην κατηγορία "πτου". Η αδικία είναι που πολλές φορές βάζουν στο ρύζι αρακά, καρότο και καλαμπόκι, με αποτέλεσμα να μην το τρώω, παρότι μ' αρέσει το ρύζι. Τι να πεις, παράπλευρες απώλειες.

- Τέλος, Μαγειρίτσα, Πατσαδες, Κοκορέτσια, που ανήκουν στην κατηγορία "πιφ". Κάθε Πάσχα τα ίδια και τα ίδια.

Γούστα είναι αυτά θα μου πεις. Αλλά το μόνο που σοκάρει γενικώς είναι το μέλι.

Pissa kai ta poupoula.

Τρίτη, Μαρτίου 22, 2005

Dont you forget about me.

Ε, λοιπόν, δεν το περιμενα.

Πιο πολλοί μου μιλάνε ατομικά, μέσω mail, παρα στο blog. Δεν με χαλάει, μ' αρέσει - αλλά μου φαίνεται λιγουλάκι περίεργο..

Και καμιά φορά, κει δα που τα λέμε, ανασύρεται θέμα. Ωωωωπ. Βαρβάτο. Όχι για πολλά λόγια, αλλά να, έχει το ενδιαφέρον του.

Για να τα κάνω λιανά, η (ας την πούμε) Demi, κάνει χρήση του email, και πετάγεται να πει ένα γεια. Το mail της τιτλοφορείται "Περι καθήκοντος".

Διαβάζω το mail, χαίρομαι σαν το γύφτικο σκερπάνι, αλλά να.. κάτι μου κολλάει. "Περι καθήκοντος". Ωραίος τίτλος. Που τον έχω ματα-ξαναδεί;

Βρε μπας και τον έχω γράψει εγώ;

Κοιτάω στο αρχείο μου (χο-χο-χο, εγώ και ο Δήμου μπορούμε να πούμε τέτοια ατάκα) και ξάφνου, απρόσμενα, τσουπ: "Περι καθήκοντος".

Για κάτσε ρε φίλε. Ωπα δηλαδή. Εγώ το 'χω γράψει τούτο; Και δεν το θυμάμαι; Το ανοίγω να το διαβάσω σούμπητος.

Λοιπόν, μάγκες, μικρά κορίτσια, αμετανόητε μετανάστη, τυφλέ παρουσιαστή, και λοιποί αναγνώστες μου, στον σταυρό που σας κάνω: έπρεπε να το διαβάσω δυό φορές, για να καταλάβω οτι ήτανε δικό μου.

Δεν-το-θυμόμουνα.

Ρε, το 'χα θάψει τελείως. Βαθιά, κει που δεν πιάνει το φως της μέρας. Το ξέγραψα.

Απίστευτο.

Με την (ας την πούμε) Demi, το συζητήσαμε, το κουβεντιάσαμε, το ξορκίσαμε. Αλλά εγώ, άλλη μία φορά, μένω άναυδος με το πως αυτοπροστατεύομαι απο τα πράγματα που με ενοχλούν ψυχολογικά. Δεν ντρέπομαι, ο καθείς όπως μπορεί κάνει για να τα βγάλει πέρα σε τούτον τον ντουνιά τον άπονο. Αλλά ώρες-ώρες, με ξαφνιάζω.

Οχι τίποτις άλλο δηλαδή, αλλά άμα ξαναβγούν στην φόρα, μαύρο φίδι που μ΄έφαγε.

Αφησα την ύπνωση στην μέση, πάω να συνεχίσω.



Υστερόγραφο: Το προηγούμενο ποστ, το είδε ο ενδιαφερόμενος, μαζί με τα σχόλια σας. Δεν το πε, αλλά εγώ το κατάλαβα: σας ευχαριστεί που το κάνατε δικό σας.

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2005

Low profile

Ανοιχτό γράμμα σε φίλο(*).

Είσαι άτυχος.

Η ζωή σου φέρθηκε σκάρτα. Σε έκανε μαλάκα, σου έδωσε μεγάλη μύτη, μεγάλο κώλο, δεν ξέρω τι, δεν μπορείς να αρθρώσεις λέξη μπροστά σε γυναίκα, είσαι πάντα τριάντα λεπτά αργοπορημένος στην μεγάλη ατάκα.

Μαλακία.

Έρχεσαι και μου λες, "Σιγά μην κοιτάξει εμένα αυτή", ή "Δεν θα βρω γκόμενα ποτέ". Φροντίζεις να μου τονίζεις τα χειρότερα των δυνατοτήτων σου, τις αποτυχίες σου, όσες και να 'ναι, περισσότερες - καλύτερα.

Δεν είχες μιά καλή σχέση ποτέ. Ή μπορεί και να είχες, αλλά όχι καλή. Όχι την σχέση. Αν μια κοπέλα σου έπαιρνε τα μυαλά, η αποτυχία ήταν το επόμενο βήμα σου.

Και, κρίνοντας εξ αυτών, σκέφτεσαι να γίνεις μοναχός. Να αποσυρθείς. Που να τρέχεις να ξαναπροσπαθήσεις πάλι, γάμησέ τα λες, σίγουρη η αποτυχία, γιατί να ξαναφάς χαστούκι.

Αφου άλλωστε η ζωή σου έχει αποδείξει οτι είσαι μια κινούμενη καταστροφή. Μια αποτυχία με πόδια.

*

Ρε μαλάκα, νομίζεις οτι τσιμπάω;

Ακου να σου πω, πρόσεξε τα λόγια μου, ακουσέ τα λίγο πιο δυνατά απο το κλάμα σου:

Ολοι οι άνθρωποι αξίζουν το ίδιο.

Το ίδιο αξίζεις και εσύ με τον Γκάλη, τον Γκάντι, τον Οσάμα, τον Μπους, τον Κλούνεϊ, τον Κρούζ, και τους αδελφούς Ντάλτον.

Δεν λέω είσαι το ίδιο καλός (οι γκόμενες προτιμάνε τον Κλούνεϊ απο σένα, το παραδέχομαι). Λέω αξίζεις το ίδιο.

Ολοι οι άνθρωποι (έκατσα και το μελέτησα για πάρτη σου) έχουν 4 κιούπια. Το κάθε ένα απο αυτά συμβολίζει και ένα αγαθό. Ολα μαζί, συνολικά, χωράνε 400 κιλά.

Τα κιούπια αυτά λέγονται αγάπη, στόχος, δυνατότητες, τύχη.

Ο συνδιασμός τους μας κάνει ίδιους. Η διαφορετικότητά τους, μας κάνει διαφορετικούς.

Άλλος έχει 3 κιλα αγάπη, αλλά 397 κιλά τύχη (τον μπαγάσα). Αλλος έχει 100 κιλά αγάπη, 100 κιλά τύχη, 100 κιλά στόχο, 100 κιλά δυνατότητες.

Κανείς δεν έχει ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο απο 400 κιλά συνολικά. Κα-νεις.

Ούτε και εγώ. Οπότε, όσο και να θες να γλυτώσεις, ούτε και εσύ.

Αλλά μου φαίνεται, σου είναι εύκολο να κλαις. Να κερδίζεις την προσοχή με το κλάμα και την στεναχώρια σου. Αφου δεν σε αγαπάνε, να σε λυπούνται.

Την γάμησες. Βρέθηκε ένας άνθρωπος που ξέρει ακριβώς πως αισθάνεσαι, γιατί it takes one to know one, και δεν τσιμπησε στο παραμύθι σου.

Εχεις 400 κιλά. Βρες τα. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι - και σίγουρα μέσα σ' αυτούς, κάποιοι που θα εκτιμήσουν τον συνδυασμό σου. Και σίγουρα μέσα σ' αυτούς, μία γυναίκα που θα σου πάρει τα μυαλά.

(και τότε θα δεις τι καλά ήσουνα μόνος σου)

Αν δεν σου αρέσει εσένα ο συνδυασμός σου, άλλαξέ τον. Έχεις 400 κιλά - αν είναι πολύ αγάπη αλλά λίγο δυνατότητες, πάρε απο το ένα και βάλε στο άλλο. Αλλά μόνο αν δεν σ' αρέσει σε εσένα. Αν δεν αρέσει στην άλλη, μαλακία ζωή. Ας βρει άλλον.

Μαλάκα μου, δεν τσιμπάω, καθόλου μάλιστα. Την πάτησες. Το κλάμα σου δεν με συγκινεί - με αφήνει αδιάφορο. Ξέρω οτι αξίζεις, σ' αυτόν τον πούστη τον ντουνιά, όσο ακριβώς αξίζω και εγώ. Διαφορετικός, αλλά ίσος. Σ' αγαπάω, αλλά εμένα δεν με ρίχνεις - να πα να γαμηθείς.

Αξίζεις όσο όλοι μας.

Οπότε ή θα στεναχωριέσαι για τις ατυχίες σου, ή θα σηκώσεις τα μανίκια, θα πεισμώσεις, θα τα πάρεις και θα πεις "δεν ξέρω που σκατά κρύβεσαι μωρή, αλλά εγώ θα σε βρώ και θα σε αγαπήσω" - και θα το κάνεις.

Το κρίμα δεν είναι να πεθάνεις μόνος σου. Το κρίμα είναι για την κοπέλα που σε περιμένει. Αυτήν λυπάμαι, όχι εσένα.

Αυτή θέλει έναν άνθρωπο ακριβώς (α-κρι-βώς!) σαν και σένα, που είτε είναι ευχαριστημένος με τον συνδιασμό του, είτε τον αλλάζει μέχρι να γίνει. Αλλά πάντως, εσένα θέλει.

Βαρέθηκα μαλάκα μου να σου λέω πόσο καλός είσαι. Καιρός να το ανακαλύψεις απο μόνος σου.

Αν παρεξηγήθηκες με τα ανωτέρω, να πας να γαμηθείς.

Μετα τιμής,
ο φίλος σου ο Γιάννης.



(*) και στην φίλη που έδιωξα - αν διαβάζει ακόμα.

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

"Φάε μια τούρτα, να βγάζεις μαλλιά"

Κάναμε δυο γενέθλια, μαζεμένα στο γραφείο. Ενα χθες, ένα σήμερα.



Σε μία εταιρεία χιλίων και κάτι ατόμων, είμαστε οι μόνοι δέκα-δώδεκα που κάνουμε ακόμα πάρτυ εκπλήξεις στους άλλους.

Βασικά, τότε που το ξεκινήσαμε, είμασταν περισσότεροι. Οταν κάποιος είχε γενέθλια, την ίδια μέρα, μαζεύαμε λεφτά, αγοράζαμε τούρτα, παίρναμε δώρο, και κατά το απογευματάκι, τσουπ, "να ζήσεις μυστήριε, και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις - φάε μια τούρτα", χαρές, γλέντια, απο όλα που κάνουμε εκεί στο χωριό.

Αμα δε γινόταν και Παρασκευή, έμπαινε και όλως τυχαίως ένα μπουκάλι. Ολως τυχαίως, μπαίνανε και δύο, και τρία που λέει ο λόγος - εμείς να 'μαστε καλά.

Κοινώς, γινόμασταν ελαφρώς, και όλως τυχαίως) λιάρδα.

Δύο καταστάσεις αλλάξανε(;) τις συνιστώσες:

Πρώτον, μετακομίσαμε. Χάσαμε την αυτονομία μας, όλες οι εταιρείες σε ένα κτήριο. Το οποίον σημαίνει ότι κλάνεις εδώ (μετα συγχωρήσεως) και το μυρίζονται τρεις-τέσσερις διευθυντάδες δίπλα.

Και επειδή χαρές και γλέντια δεν πάνε με κουστούμια και γραβάτες, σφιχτήκαμε. Που 'ναι τα γλέντια τα καλά, οι μεγάλες ξεφτίλες, οι χαμένοι έρωτες, οι ανομολόγητες καταστάσεις, και όλα αυτά τα συστατικά που αποτελούν ένα καλό πάρτυ. Πάνε, και μπορεί ο μεγαλέξανδρος να ζει, αλλά τούτα ψοφήσανε.

(Αμ δε.)

Δευτερον, το πήραμε χαμπάρι. Οπερ, έχεις γενέθλια, και την περιμένεις την φάση. Λες όπου να 'ναι σκάει μύτη τούρτα, και προετοιμάζεσαι να κάνεις τον έκπληκτο "Ωπ! παιδιά!" λες και ο διπλανός που λείπει τέσσερις ώρες απο το γραφείο δεν σου έδωσε το hint-άκι να πάρεις κάτι -βρε αδελφέ- χαμπάρι.

Το δώρο έπαιρνε, γκαραντί.

Οπότε, το ξεφτιλήσαμε. Στην αρχή, το κάναμε την επόμενη μέρα, μετά μέσα στην εβδομάδα. Καταλήξαμε να το κάνουμε το παρτάκι δύο μήνους μετά, και βάλε.

Οσο και να είσαι ρε φίλε προετοιμασμένος, θα περάσει μιά μέρα, μιά βδομάδα, έναν μήνα μετά το ξέχασες. Εκεί που δε το περιμένεις, τσουπ, τούρτα, κεράκι, και αντε γειά μας, να ζήσουμε να σε χαιρόμαστε.

Και επειδή τούτο δω το μπλόγκ είναι -όσο να πεις- τόταλυ αυτοκαταστροφικά ειρωνικό, πάρτε μάτι την δική μου ξεφτίλα σε παρένθεση:

Είναι τα δικά μου γενέθλια. Και ό,τι έχει ξεκινήσει το πρότζεκτ "ασε τον πούστη να περιμένει". Περιμένω μέσα στην ημέρα, τίποτα. Περνάει η μέρα, η επόμενη, κλείνει η εβδομάδα, νάδα.

Ρε συ;

Μπαίνουμε στην καινούργια, στην μέση, η ουρά έμεινε, πάει και εβδομάδα νάμπερ του. Εμενα εντωμεταξύ, με έχουνε ζώσει τα φίδια. Λέω "αχάριστοι, όλο γι αυτούς τρέχω, για τα γενέθλια τους, να πάρω δώρα και τουρτες" - σαν παιδάκι. Κλαίγομαι.
Πιάνω μιά συνάδελφο, την Ελένη - λέω ρε Λενιώ, με ξεχάσατε; Και μου σκάει το παραμύθι: "σου 'ρχονται βλάκα".

Εμ. Βλάκας όντως. Πήρα γαμάτο δώρο, και το φχαριστήθηκα τριδιπλα που με θυμηθήκανε, γιατί είμαι και μοναχοπαίδι, και θέλω προσοχή, αγάπη και προδέρμ.

Και για να κλείσει ωραία η παρένθεση, όταν ήρθε η σειρά της Ελένης, περίμενε κανά δίμηνο και βάλε. Δεν εφταιγα εγώ, άλλοι το κανονίσανε.

Ακου το ζώον παρεξηγήθηκα κιόλας οτι με ξεχάσανε.

Τέλος πάντων, περασμένα και άγραφα.

Το θέμα είναι οτι το μαθημένο το σκυλί, όσο και να το πείσεις να κατουρήσει όξω, μέσα έμαθε (δικό μου αυτο, δημώδες). Που σημαίνει οτι το πάρτυ θα το κάνουμε, τα χρόνια πολλά θα τα πούμε, δε πα νά 'ναι και είκοσι διευθυντάδες δίπλα. Αδιάφοροι. "Να ζήσεις παπάρα και χρόνια πολλά, φάε μια τούρτα, και βγάλε μαλλιά". Ατάραχοι. Και χειροκρότημα, και πάρε το δώρο σου μεσιέ, και πάρε και την κάρτα, και χο-χο-χο τι ωραία που τα λέει ο μπαγάσας εδω.

Εν ολίγοις, μουρλοκομείο.

Και μου κάνει εντύπωση: Είμαστε καμιά δωδεκαριά και χαλάμε τον κόσμο. Σε έναν όροφο εκατό νοματαίων. Τα άλλα τμήματα, στα δικά τους, δεν ζηλέψανε μιά φορά; Να πούνε ρε παιδιά, να μαζέψουμε - όχι για δώρο, μια τούρτα και ένα κεράκι. Τρία ευρώ ο καθένας. Οι δικοί τους οι απέναντι δεν έχουνε γενέθλια;

Φυτρωμένοι είναι;




Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Και τα δύο γενέλια ήταν συναδέλφων: Τα δικά μου αργούν ακόμη - 11 Απριλίου είναι αν νιώθετε την αυθόρμητη ανάγκη να μου κάνετε δωράκι...

Obsessions

A psychiatrist was conducting a group therapy session with four young mothers and their small children.

"You all have obsessions," he observed.

To the first mother, Mary, he said, "You are obsessed with eating. You've even named your daughter Candy."

He turned to the second Mum, Ann: "Your obsession is with money. Again,it manifests itself in your child's name Penny."

He turned to the third Mum, Joyce; "Your obsession is alcohol. This too manifests itself in your child's name, Brandy."

At this point, the fourth mother, Kathy, quietly got up, took her little boy by the hand and whispered, "Come on, Dick, we're leaving ..."

---

Να 'σαι καλά ρε Χρήστο.

Swish!

Ξανά πίσω στο καθήκον, τρέχω να προλάβω την ζωή που με προσπέρασε. Να ευχαριστήσω δια τις ευχές σας, δημόσιες και ιδιωτικές, να φορέσω την μπέρτα μου, να πάρω και τα χαρτομάντηλά μου (δεν είμαστε και τελείως καλά, ε) και να πετάξω στους φωτεινούς ουρανούς που μας κάνουν παρέα.

Μαζί με την Άλκιστη Πρωτοψάλτη, που μου χάρισε όμορφες μουσικές στιγμές με τον νέο της δίσκο.

Ατσου. Γειά μας.

Τρίτη, Μαρτίου 15, 2005

Φέρε αλλο ένα happy...

Φέρε αλλο ένα happy...

Ο Αρκούδος ασθενεί αυτές τις μέρες. Αψού, σνίφ, και λοιπά παράγωγα του κρυώματος. Θα επανέλθει πιο δυνατός όταν του το επιτρέψουν τα μικρόβια...

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2005

Φωτο-οπορτιούνιτι.

Εδώ και καιρό ήθελα ένα κινητό με φωτογραφική μηχανή.

Μ' αρέσει να "φυλακίζω" τις στιγμές γύρω μου. Να τις κρατάω για πάντα φυλαγμένες, να τις βλέπω όταν είμαι στα κάτω μου.

Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει ένας εξαιρετικός όρος στην ψυχολογία για τούτο το φαινόμενο.

Anyway, ας το πάρουμε απο την αρχή.

Πριν δύο-τρεις χειμώνες πήρα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή. Ηταν μία webcam, που μπορούσες να την βγάλεις από την βάση της, μακρόστενη σαν κινητό, γαλάζια μεταλλική, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να της βάλεις 2 μπαταρίες (από τις μικρές) και να αρχίσεις να τραβάς. Χωρούσε (ακόμα χωράει) 26 μόνο φωτογραφίες σε μέγεθος 640x480. Μετά, έπρεπε να την συνδέσεις με τον υπολογιστή, να την αδειάσεις, και να ξαναρχίσεις.

Την αγόρασα Παρασκευή βράδυ, λίγο πριν όλοι μαζί στο γραφείο πάμε στον κινηματογράφο. Ηξερα οτι την επόμενη μέρα θα χιονίσει στην Αθήνα.

Το βράδυ έριξε τέλειο χιόνι.

Η Αθήνα ντύθηκε στα λευκά. Ξύπνησα πρωϊ, έβαλα τις μπαταρίες μου, ντύθηκα ζεστά και βγήκα έξω να τραβήξω φωτογραφίες μου. Χαρωπός σαν λαγουδάκι.

Βγήκα και άρχισα να τραβάω. Απο την στιγμή που βγήκα από την πολυκατοικία, μέχρι το στενό, είχα γεμίσει την μνήμη. Ουπς. Λάθος υπολογισμός. Αντε πάλι σπίτι.

Μπαίνω, αδειάζω στον υπολογιστή, λατρεύω το αποτέλεσμα.

Αντε πάλι στους δρόμους.

Εκανα την διαδρομή δυό ή τρεις φορές ακόμη - η Γιώτα, η θυρωρός πρέπει να νόμιζε οτι παλάβωσα. Το χιόνι στα παζοδρόμια είχε λιώσει, καθώς ήταν Σάββατο και ο κόσμος έπρεπε να πάει στην δουλειά του. Αφού φωτογράφισα την γειτονιά, αποφάσισα να κατέβω στο κέντρο. Αδειασα πάλι την μηχανή, και πήρα το τραίνο.

Οντως, και η Αθήνα είχε "λιώσει". Ελάχιστα με ενδιέφερε. Είχε γεννηθεί ένας άλλος άνθρωπος μέσα μου, ο αρκούδος-φωτογράφος. Κουτούσα στα τυφλά, σήκωνα το μακρόστενο γαλάζιο μεταλλικό αντικείμενο, κοιτούσα μέσα από το ματάκι, τσουπ, μπλιπ, η φωτογραφία είχε αποθηκευτεί.

Σαν να ήταν ένας καταγραφέας της μνήμης μου. Οτι κοιτούσα, μπορούσε να αποθηκευτεί. Ανέβασα τις φωτογραφίες στον Pathfinder, που έχει την δυνατότητα να φτιάχνεις web gallery, και έκανα ανοιχτό πόλεμο στο αφιέρωμα του in.gr για τα χιόνια. 690 άνθρωποι το είδανε. Πολλοί για τα μέτρα μου :)

Δαβιδ εναντίον Γολιάθ.

Μετά απο αυτό, η μηχανή έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μου. Διακοπές; Με την μηχανή. Για μπάλα; Με την μηχανή. Ακόμα και όταν γύριζα με τα πόδια, είχα πάντα την μηχανή, να τραβήξω καμία φωτό.

Ειδικά με την μπάλα, έγινα ο επίσημος φωτογράφος της ομάδας. Είχαμε φτιάξει ένα portalάκι στον Pathfinder, και, μετά από κάθε αγωνιστική, ανέβαζα φωτογραφίες με λεζάντες. Εξαιρετική πλάκα, πολύ γέλιο.

Τι και αν ήταν μικρή η ανάλυση; Τι και αν το βράδυ δεν τραβούσε καν λόγω χαμηλού φωτισμού; Τι και αν όταν τελείωναν οι μπαταρίες και πήγαινες να τις αλλάξεις, έσβηνε ότι φωτογραφίες είχε στην μνήμη;

Σημασία είχε η αποτύπωση της στιγμής.

Να σου πω; Ισως ήταν καλύτερα έτσι. Όταν πήρα την άλλη μηχανή, και τράβαγα φωτογραφίες υψηλότερης ποιότητας, ο Βασίλης μου είπε μια μέρα "ποιό πολύ μ' αρέσουν οι φωτογραφίες με την παλιά μηχανή. Μπορεί να ήταν χειρότερες, αλλά είχαν περισσότερη ζωντάνια μέσα τους"

Ε, λοιπόν, Βασίλη, με τούτο το κινητό πάλι σε 640x480 γυρίζω. Για να δούμε αν θα έχουν και αυτές ζωή.

Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2005

Σαλλιγκάρια

Εχθές.

Το έβλεπα απο το παράθυρο οτι θα βρέξει. Κάποια στιγμή, μου φάνηκε πως είδα και αστραπές.

'Η αυτο, ή κάποιος δοκίμαζε το φλας του, κάτω στον δρόμο. Μην γελάς, έχει ξαναγίνει, φωτογραφίζανε τον Αθερίδη και την Καρύδη, σε ένα boxter. Νομίζαμε ότι βρέχει και γελάσαμε πολύ μετά.

Αλλά πάλι μπορεί να ήμουν εγώ, με το καινούργιο μου κινητό. Να παίζω τραβώντας φωτογραφίες και ακούγοντας ράδιο, τσακίζοντας μία μπαταρία που δεν πρόλαβε ποτέ να γεμίσει.

Ηταν να πάω στο νοσοκομείο, αλλά πήγα σινεμά. Ο πατέρας μου, μου είπε μην πας, αστον να ξεκουραστεί. Βασικά είχε δίκιο, το κουβέντιασα και με τον γιό του. Θα πάω σήμερα.

Βρέχει λοιπόν, και γω είμαι έξω. Περπατάω με τον Σταύρο, έχω την ομπρέλα, αυτή που μου πήρε ο πατέρας μου πέρσι, τα χριστούγεννα. Ήμουν τυχερός, την είχα σε ένα συρτάρι. Δεν την έχω ανοίξει - αφού βρέχεσαι εσύ, του λέω, θα βραχώ και γω. Δίπλα μας, περνάει ένας σκινχέντ, με μπουφάν με παραλλαγμένη σβάστιγκα. Τον δείχνω στον Σταύρο, κουνάει το κεφάλι του. Με τρώει να του πω, εκεί που μιλάμε, στο άσχετο, "εγώ που είμαι εβραίος, δεν έχω τέτοια προβλήματα". Ετσι, μόνο για τον τσαμπουκά. Σέβομαι τον Σταύρο, που παντρεύεται, αλλά χαμογελάω με την ιδέα.

Ενα τεράστιο σαλλιγκάρι είναι στον δρόμο μας. Το κοιτάω, παλιά θα το ξεκολούσα απο το πεζοδρόμιο και θα το άφηνα σε μία φυλλωσιά πιο πέρα, μπας και γλυτώσει το πάτημα βιαστικού πεζού. Τώρα μεγάλωσα, που λέει και ο Νικόλας. Μπορεί να έγινα πιο κυνικός.

Πρώτα τραίνο, μετά με τα πόδια απο Σύνταγμα μέχρι τον πατέρα μου. Ψιχαλίζει, δεν με εκνευρίζει. Καλή δοκιμή για το ποδι μου, και το κινητό μου - στα "τυφλά" σημεία δεν πιάνει το ράδιο. Για το μετρό, ούτε λόγος.

Ο Αντώνης έχει κλείσει ραντεβού για να πάει στις 8.20, και εγώ -μάλλον- δεν θα προλάβω. Το θυμάμαι στις 8.10, αργώ να πάω, με περιμένουν έξω γιατι τους έχω πει βλακωδώς να κόψουν και για μένα εισιτήριο. Χάνουμε την αρχή, αλλά το έργο είναι -έτσι και αλλιώς- μυστήριο.

Δεν θα το ξανακάνω φιλαράκι, όποτε το 'χω πει αυτό, αργώ.

Το έργο τελειώνει κατά τις δέκα και μισή. Μεταφυσικό, και λίγο αρρωστημένο. Καμιά φορά, όταν βγαίνω απο τον κινηματογράφο, το κουβαλάω μαζί μου. Σαν τον John Coffey, στο πράσινο μίλι. Είναι ήδη αργά. Μοιάζει σα να τραγουδάει ο Τσακνής. Έκανα πάνω από μία μέρα να το καταλάβω. Μπορεί και να τον άκουσα στο -καινούργιο, στο 'πα;- ραδιόφωνό μου. Μούσκεμα όλα. Ολα τ' αλλα - Οχι εγώ.

Μία εικόνα μου μένει, βασικά. Στην είσοδο του μετρό, χοάνη που κατεβαίνει, έξω στην βροχή, μετανάστες με ομπρέλες. Οχι ανοιχτές - για πούλημα. Αυτοί βρέχονται. Ολοι σκούροι, ίδιοι, ίδιο βλέμμα, με βλέπουν που βρέχομαι και μου προτείνουν την πραμάτεια τους. Σαν τα σαλλιγκάρια, εκμεταλεύονται την βροχή.

Η βροχή μου, ευκαιρία τους.

Γυρίζω σπίτι. Στο τραίνο, σκέφτομαι μόνο αυτό. Η βροχή μου, ευκαιρία τους. Εγώ λέω γαμώτο, αυτοί λένε δουλειά. Δεν θα με πείραζε αυτό. Εννοώ, να χαίρονται οι άλλοι με αυτά που μπορεί να βγάλουν εμένα απο τον δρόμο μου. Να υπάρχει κάτι χρήσιμο, ακόμα και στην ατυχία μου. Καμιά φορά, δε, ισχύει. Χάνω κάτι εγώ το καλοκαίρι; το κερδίζει κάποιος άλλος. Τίποτα δεν μένει σε αχρηστία.

Ανόητο post.

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2005

Ημουν εκεί (και γλύτωσα)

Κάθε φορά που μιλάω για μπάσκετ, μου έρχεται μια ιστορία στο μυαλό.

Εκεί, όπου έκανα την μεγαλύτερη μαλακία των μεταεφηβικών μου χρόνων.

Πηγαίνω στο γήπεδο να δω Περιστέρι, κόντρα στον Ολυμπιακό.

Η παράδοση λέει ότι στην παντοκρατορία του Άρη, ήμουν Ολυμπιακός, στην παντοκρατορία του Ολυμπιακού, ήμουν Περιστέρι (εδώ και δύο χρόνια, πηγαίνω στο γήπεδο του Sporting).

Εχω αργήσει, καθώς για άλλη μία φορά δεν μπορώ να βρω ταξί με τίποτα. Κόσμος έξω, αρκετός. Πλερώνω εισιτήριο, ντανγκα-ντάνγκα, αντε βρε παιδιά, σε καλή μεριά να πάρουμε καμία μεταγραφή. Μπαίνω στο γήπεδο.

Με το καινούργιο κιτρινομπλε κασκόλ μου, μια ομορφιά.

Τώρα, πρέπει να πω οτι έχω ξαναπάει στο Περιστέρι άλλες δύο, βία τρεις φορές. Και σε παιχνίδια χωρίς οι αντίπαλοι να φέρνουν φιλάθλους - τουλάχιστον όχι οργανωμένα.

Έχει σημασία.

Μπαίνω λοιπόν στο γήπεδο. Στ' αριστερά μου, στο ένα πλάι της κερκίδας, απέναντι απο τις θέσεις των επισήμων, είναι οι "οργανωμένοι". Οι άγριοι. Οι ζουλού. Οι μάου-μάου. Κοινώς, οι φίλαθλοι του Περιστερίου.

Παρένθεση: Πολύ καλά παιδιά, όλοι τους. Στην πραγματικότητα, δεν είναι οργανωμένοι σε τίποτα. Ούτε για πλάκα. Απλώς είναι όλοι προκατειλειμένοι - ταυτόχρονα. "θα μας αδικήσει ο διαιτητής, γιατί έχει προσωπικά μαζί μας". Οπότε τον βρίζουμε - με τον που το βλέπουμε. Εννίοτε πάει και "*.μαζί μου" - οπότε το βρίσιμο γίνεται χειρότερο, μακράς διαρκείας, και περιλαμβάνει και μέλη οικογενείας, χαριτωμενιές του τύπου "ανόητε", "βλάξ" και "ανάγωγε" - που σας πληροφορώ, όταν η υπόλοιπη κερκίδα τον βρίζει με χριστους και παναγίες, τέτοιες χαριτωμενιές βγάζουν εξαιρετικό γέλιο.

Συνοψίζω: Γιάννης, κιτρινομπλε κασκόλ, στα αριστερά του κερκίδα με Μάου- Μάου.

Στο βάθος, πάνω απο τους προπονητές, ποιό ήρεμοι οπαδοί. Του Περιστερίου, προφανώς. Δεν βρίζουν παρά μόνο σε εξαιτερικές περιπτώσεις, χειροκροτούν (ποτέ τον αντίπαλο) και δεν συμμετέχουν σε συνθήματα - παρά μόνο αν όοοοοολοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των φροντιστών, του γιατρού του αγώνα, και των νοσοκόμων τραγουδάνε ενεργά (ήτοι κουνάνε χέρια και πόδια, ταυτόχρονα με τα συνθήματα).

Στο πέταλο, πίσω απο την μπασκέτα, δεν υπάρχει ψυχή.

Ολο το γήπεδο έχει κόσμο, μερικοί είναι και όρθιοι, πίσω απο το πέταλο, ψυχή. Ω, αγαπητέ αναγνώστη, που λες να έκατσε ο ήρωας της ιστορίας μας; Πίσω - απο - το - πέταλο. Τελευταίο σκαλί, στην μέση.

Μόνος μου, εγώ και ο πόνος μου.

Χαμογελάω κιόλα το ζώον, οτι είμαι και έξυπνος.

Ξάφνου, οι πόρτες ξανανοίγουν και μπαίνει μία ομάδα των ΜΑΤ, που κάθεται ΔΕΞΙΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ μου. Χέζομαι πάνω μου, αλλά κανείς δεν μου λέει να φύγω. ΔΕΞΙΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ μου, άγριοι και σκυθρωποί, δυό μέτρα, με τις στρατιωτικές τους χακί στολές, με τα κράνη τους και τα γκλομπ τους. Τουλάχιστον, πίσω μου μπαίνουν και άλλοι οπαδοί.

Το παιχνίδι ξεκινάει. Δεν φτάνει που ΔΕΞΙΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ είναι τα ηνωμένα έθνη, μπροστά μου, στα κάγκελα, καμιά δεκαριά απο αυτούς, δεν βλέπουν τα ταικτενόμενα. Κοιτάνε πίσω μου. Με τις ασπίδες τους. Σοβαροί. Εξίσου σκυθρωποί. Η μπάλα παίζει. Το πορτοκαλί τόπι στουμπάει στο έδαφος. Ολοι φωνάζουν. Και οι πίσω μου και οι δεξιά κερκίδα και η αριστερή. Ολοι μαζί. Ντούπ-ντούπ. Άγχος. Αγωνία. Ο Ολυμπιακός βάζει καλάθι.

Οι πίσω πανηγυρίζουν.

Ωπ. Λάθος. Οι αριστεροί μάου-μάου ΔΕΝ πανηγυρίζουν. Οι δεξιοί ούτε. Κιχ. Εγώ δεν πανηγυρίζω. Οι "πίσω μου σε έχω σατανά" why?

Γυρίζω, το κεφάλι, με ύφος. Σαν σε ταινία. Slow motion. Καμιά εβδομηνταριά γαύροι γεμίζουν το οπτικό μου πεδίο. Ωπ. Λάθος. Εγώ, με το κίτρινο κασκόλ του Περιστερίου, ΔΕΞΙΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΜΑΤ, πίσω γαύροι, σε μία κερκίδα. Ολοι αυτοί - και εγώ. Κακοί και άγριοι - ισάξιοι των Μάου-μάου - ίσως λίγο ποιο κακοί, καθώς αυτοί είναι εκτός έδρας, και ταξιδέψανε απο μέρη απρόσιτα και μυθολογικά (τον Πειραιά) για να με συναντήσουν. Εμένα. Νιώθω σαν την κατσίκα στο Jurasic Park. Μόνος. Αβοήθητος.

Θαυμάσια εικόνα.



Δεν γελάει κανείς - και πολύ περισσότερο εγώ.

Το πρώτο απο τα τέσσερα ημίχρονα ήταν το πιο ενδιαφέρον της ζωής μου. Με αυτοκτονικές τάσεις, πανυγηρίζω τα καλάθια του Περιστερίου - αλλά επειδή είναι μόνο "τάσεις" και δεν έχουν την σιγουριά του "εδώ τελειώνει η ζωή σου" και έχω ελπίδες να ξεφύγω, δεν γιουχάρω τους κόκκινους.

Εχουν στο μεταξύ φύγει κανα-δυό ΑΤΙΑ (αγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα αντικείμενα) προς τον αγωνιστικό χώρο, πάνω απο το κεφάλι μου, πάνω απο το κεφάλι των ηνωμένων εθνών, που τα χαζεύουν λες και βλέπουν συνέχεια πράγματα πάνω απο το κεφάλι τους, συνηθισμένη εικόνα. Οι κάφροι πίσω μου, βρίζουν, σε κάθε φάση ει δυνατόν, ακόμα και όταν ο φροντιστής σκουπίζει τον ιδρώτα εκατομμυρίων ευρώ που αφήνουν στον αγωνιστικό χώρο γομάρια δυόμιση μέτρων που δεν μπορούν να μετρήσουν μέχρι το είκοσι.

Α-πα-πα, δεν ντρέπονται τα παλιόπαιδα.

Όταν το διαολεμενο ημίχρονο ήρθε, σηκώθηκα, σχεδόν αθόρυβα και πήγα στην γωνία να δω το υπόλοιπο παιχνίδι (και όχι την ζωή μου να περνάει μπροστά στα μάτια μου) με μία σχετική άνεση. Και επειδή το ύφος μετράει, σηκώθηκα α-ργά, κοίταξα πίσω, χασμουρήθηκα, και μετά έφυγα. Α-ργά. Μπορεί και να σταμάτησα να δέσω τα κορδόνια μου, τόση απάθεια.

Ο Ολυμπιακός έχασε, το Περιστέρι κέρδισε, ο Γιάννης γλυτωσε. Ολα εκείνη την ημέρα πήγαν κατ' ευχήν.


Μου 'μεινε η ιστορία να την λέω στα παιδιά μου (σε σας).



Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2005

Blogchology

Ξαπλώστε στον καναπέ.

'Ηρθε η ώρα για ψυχανάλυση.

Πιάσαμε κουβέντα με την Κατερίνα, και με ρωτά γιατί γράφω. Τι κερδίζω απο αυτή την διαδικασία.

Χμ-μμ.

Και απαντώ, χωρίς να πολυσκεφτώ:

"Ξεκίνησα κατά τύχη. Για πλάκα. Εν ολίγοις, χωρίς να ξέρω που θα με
βγάλει όλο αυτό.

Μετά όμως ανακάλυψα οτι ήταν ένας υπέροχος τρόπος να 'ρίξω' τις ασφάλειές μου. Τους 'τοίχους' που χτίζω, χτίζεις, χτίζουμε όλοι για να προστατευτούμε.

Εξηγώ. Ας πούμε ότι γνωρίζω έναν άνθρωπο. Τώρα, εγώ είμαι ένας συγκεκριμένος χαρατήρας ανθρώπου. Σκέφτομαι, λειτουργώ και περιμένω κάποια πράγματα - σωστά, λάθος, δεν έχει σημασία.

Είχα μάθει (και σύντομα συνήθησα να το κάνω) να μην παρουσιάζω τις σκέψεις μου με την μία. Τις πίστευα (προφανώς, γι αυτο τις ακολουθούσα), αλλά ο συνομιλητής σου δεν είναι ανάγκη, ούτε έχει καμία διάθεση να σε μάθει χωρίς να είναι προετοιμασμενος για αυτό.

Ούτε και γω είμαι.

Έλα όμως που η διαδικασία της δοκιμής, της προσαρμογής (αν χρειάζεται), της γνώσης παίρνει χρόνο.. Χρόνο που καμιά φορά δεν είμαι ούτε 'γω, ούτε ο άλλος διατεθημένος να δώσει.

Αυτό λοιπόν, χάνεται.

Τώρα όμως, κατέβασα τους 'τοίχους προστασίας' που είχα σηκώσει. Λέω "αυτός είμαι, αυτά πιστεύω, αυτά σκέφτομαι". Οσοι με πλησιάζουν γνωρίζουν ήδη -όσο, και αν είχαν όρεξη να ασχοληθούν- τι σκέφτομαι, τι περιμένω. Ετσι κατεβάζω τις άμυνες μου, αφοσιώνομαι στην ουσία, δεν φοβάμαι.

Αυτό είναι βασικά. Λες αυτά που αισθάνεσαι, και δεν είναι φυλακισμένα πλέον. Δεν φοβάσαι. Πες πως είναι ένας ανομολόγητος έρωτας που πέρασες, που τον συναντάς και του λες "ξέρεις, μ' αρέσεις πολύ" αυτό, αυτό το ανομολόγητο που το ξεφορτώνεσαι, και βγάζει φτερά, πετάει.

Και δεν το χρεώνεσαι πια. Αν με κάνεις παρέα, του λες (του έρωτα του παραδείγματος), είναι γιατί με ξέρεις. Δικαιούσαι να φύγεις, να μην σ' αρέσει, να μην γουστάρεις, αλλά αν κάτσεις, δεν μπορείς να πεις οτι εξαπατήθηκες.

Λειτουργία απολυτα χαλαρωτική, ισοδύναμη με άπειρες ψυχολογικές κουβέντες.

Στις οποίες, ειρήσθω εν παρώδω τι κάνεις; ακριβώς το ίδιο. Μοιράζεσαι με έναν άγνωστο, χωρίς να ζητάς την έκριση ή την αποδοχή του, πράγματα που σε βασανίζουν.

Για να τα "ξεφορτωθείς" - και όχι με την κακή ίσως έννοια που κουβαλάει αυτή η κουβέντα.

Όσο αφορά εμένα, όμως, όπως ίσως θα έχεις διαπιστώσει, blog είναι και διασκέδαση. Μία στις δέκα είναι καταχώρηση ψυχής, η άλλες είναι η παρέα. Η πλάκα. Ο χαβαλές. 'Η ο προβληματισμός - αλλα για κάτι κοινό, για κάτι που μοιράζομαι με τους αναγνώστες μου.

Οπως ακριβώς είναι και η ζωή μου :)"
Την ίδια κουβέντα που είχα με τον Κώστα, εχθές το βράδυ.

Το μυστικό είναι η α-πο-λυ-τη ειλικρίνεια. Αν είσαι ειλικρινής, no matter αν είσαι καλός ή κακός άνθρωπος, γυναικάς ή τραβεστί, ήρεμος ή άγριος, γέρος ή νέος - αν είσαι ειλικρινής αυτοί που σε πλησιάζουν, ξέρεις οτι το κάνουν για αυτό που είσαι. Χωρίς να χρειάζεται να προσποιείσαι οτιδήποτε άλλο.

Απίστευτα χαλαρωτικό, σας βεβαιώ.


Η καλύτερη εξήγηση που μπορώ να δώσω λοιπόν για την δική μου διαδικασία γραψίματος. Δεν είναι απαραίτητο να ταιριάζει για όλους τους blogger. Ταιριάζει όμως απόλυτα με μένα.

Οσοι με γνωρίζουν και στις δύο μορφές μου, δικτυακή και face to face, μπορούν να το πιστοποιήσουν.


Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2005

Oh, Paris!

Διάβαζα την Τζούλια, για τον Fred Durst των Limp Bizkit που του χάκεψαν το κινητό και προσωπικές φωτογραφίες γυρίζουν δεξά-αριστερά, δώθε-κείθε στα μάτια του κάθε ματάκια - και τι θυμήθηκα;

Δεν ξέρω ποιος μου το 'στειλε, (μπορεί να είναι μπλογκεράς, συνεπως με ειδοποιείτε για τυχόν finders credits) αλλά το ίδιο έπαθε και το αστέρι της σόου μπιζζζζ, Paris Hilton.

Το οποίο είναι μια μορφή πολλών καρατίων, με πατέρα - ξενοδόχο, πτωχοοικογένεια δηλαδή και βάλε, που έπαιζε με το κινητό της, και...

Η συνέχεια εδώ.

Οχι μόνο φωτό. Αλλά και τηλεφωνικούς καταλόγους της πήρανε, και μηνύματα, και ποιος ξέρει τι άλλο.

Και καλά, με την Paris γελάσαμε(;) γιατί τα θέλει ο κωλαράκος της. Πλην όμως αύριο, φτωχέ μου επισκέπτη θα είσαι εσύ, ο άλλος, ή ακόμα χειρότερα, εγώ. Και τότε μήτε θα γελάμε, στο λέω, που τα privetια μας θα κάνουν βόλτα στο διαδίκτυο.


Σαν προψες θυμάμαι ήτανε που κάτι μυστήριοι αγοράσανε σκληρούς δίσκους, απο τράπεζες ή υπουργείο - θα σας γελάσω, και επειδή το byte δύσκολα σβήνει, το τι στοιχεία μαζέψανε, δεν λέγεται παλικάρια μου.

Μέχρι και τσόντες πρόστυχες, άλφα πράγμα δηλαδής, να κοιτά ο μπαμπάς και του παιδιού να μην δίνει.

Και θα μου πεις, τι να κάνω, να το κάψω το ρημάδι; Να το κάψεις, αλλιώς να εύχεσαι να προλάβουμε όλοι να απενεχοποιηθούμε, και κάτι μυστήριες φωτογραφίες που έχει ο πάσα ένας στο κινητό του, να μην είναι τις ντροπής.

(μην με κοιτάτε εμένα έτσι, το κινητό μου δεν τραβάει φωτογραφίες ούτε άμα του δέσεις μία κάμερα στην κεραία)

Αντε βρε. Χαμογελάστε. Σας παίρνουν μάτι κανα εκατομμύριο σχωριανοί.

ΠιΕς. Τώρα κάτι κουβέντες που λένε οτι δήθεν το 'κανε επίτηδες η Paris να βγουν να γίνει ντόρος για διαφημιστικούς λόγους, σιγά μην το πιστεψω. Αλφα το κορίτσι είναι αθώο και τέτοια πράγματα εν κάνει, και βητα δεν έχω τόσο πρόστυχο μυαλό να πιστέψω τέτοιες συνωμοσίες.

Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2005

Χουανίτα, η παρθένα

Χουανίτα, η παρθένα.

Στο Star, στις 17:30 καθημερινά. Πολύ ενδιαφέρον. Αφθονο υλικό για τα μελλοντικά δελτία ειδήσεων. Απο την παραγωγή, τσουπ στην κατανάλωση.

Να σας πω περιγραφή;

Ο δρόμος προς την ενηλικίωση έχει πάντα δυσκολίες. Για την 17χρονη Χουάνα όμως ο δρόμος αυτός θα έχει ανυπέρβλητα εμπόδια, καθώς ένα ιατρικό λάθος θα αλλάξει τα δεδομένα της ζωής της για πάντα? (Ντανιέλα Αλβαράντο, Ρικάρντο Αλαμο). Ο δρόμος προς την ενηλικίωση έχει πάντα δυσκολίες. Η 17χρονη Χουάνα όμως θα δοκιμάσει τη μεγαλύτερη έκπληξη που θα μπορούσε να της επιφυλάξει η ζωή. Ενα ιατρικό λάθος κατά τη διάρκεια μια τεχνητής γονιμοποίησης θα αλλάξει όλα αυτά που μέχρι τώρα είχε ως δεδομένα!
Τι έπαθε αυτό το αθώο, 17χρονο κορίτσι; το γκαστρώσανε. Χωρίς να το (χμ, χμ) διακορεύσουνε. Και παρθένα, και γκαστρωμένη.

Κοινώς; 153 (ναι, εκατόν πενήντα τρία) επεισόδια απόλυτης βλακείας.

Θα μου πεις, τι να δεις; Να κλαίνε στον Μικρούτσικο (α, ρε πούστη, και σε πήγαινα όταν έγραφες μόνο τραγούδια, πως γελάστηκα έτσι...) για τα προβλήματά τους διάφορες κυρίες σε μία εκπομπή που εντελώς ειρωνικά ονομάζεται "Αυτό Που Θέλουν Οι Γυναίκες"...

Αυτό που θέλουν οι τηλεθεατές. Και ξέρεις καλά τι θέλουν οι τηλεθεατές όταν ανακαλύπτεις οτι σε δελτίο ειδήσεων, βραδυνό, σοβαρό, βλέπεις είδηση οτι και καλά στην Τουρκία, μετά απο αγώνα βόλλευ γυναικών, μαλλιοτραβηχθήκανε.

Και λες, "καλά, πως έγινε και επιλέξανε αυτό το θέμα;". Και απαντάς "καλά χαζός είσαι; Γυναίκες ΚΑΙ ξύλο - η απόλυτη επιτυχία"

Χουανίτα, η παρθένα. Και μετά αναρωτιόμαστε.

Τούτο το blog έχει μεταφερθεί στην διεύθυνση http://www.arkoudos.com/... Οσες καταχωρήσεις υπάρχουν εδώ, μπορείτε να τις βρείτε και εκεί, και καλύτερες!